Δείτε λίγο τη φωτογραφία. Αυτή η εικόνα δεν θα μου λείψει, ούτε και σε σας. Όχι, δεν εννοώ την ταβέρνα στην παραλία, εννοώ ένα από τα «βασικά» που έχουμε συνηθίσει να βρίσκουμε πάνω στο τραπέζι της: το χύμα λαδόξιδο. Σύμφωνα πλέον με την νομοθεσία (εθνική και κοινοτική), η διάθεση ελαιόλαδου από καταστήματα εστίασης επιτρέπεται αποκλειστικά «µέσω σφραγισμένων µη επαναγεµιζόµενων συσκευασιών», συσκευασιών μιας χρήσης δηλαδή. Κάτι νέο και, εν πολλοίς, ανατρεπτικό για την χώρα μας που, και σε αυτό, είχε συνηθίσει να …«διαφέρει» από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Είναι προφανές το ότι η χώρα μας έπρεπε να προχωρήσει στην κατεύθυνση αυτή, ο παλιός τρόπος (το χύμα λαδόξιδο) εκτός από δυσφήμηση στο προϊόν είχε και υγειονομικά θέματα: το λάδι συνήθως έμενε εκτεθειμένο για καιρό σε ιδιαίτερα προβληματικές συνθήκες (ήλιος, αέρας, ζέστη, κρύο) και σε μη αεροστεγείς συσκευασίες. «Τελικά δεν ξεχώριζες το λάδι από το ξίδι», λένε οι ειδικοί. Προφανώς λογικό λοιπόν το νέο μέτρο από πλευράς υγείας και ποιότητας, έλα όμως που η νέα ρύθμιση (όπως όλα όσα η τεχνολογία και η επιστήμη μας παρέχουν) δεν είναι «δωρεάν» για επιχειρήσεις, καταναλωτές κλπ.
Κατ’ αρχήν οι ατομικές συσκευασίες είναι πλέον υποχρεωτικές (και τα πρόστιμα ξεκινούν από τα 500 ευρώ). Έχουν κόστος αγοράς, για την επιχείρηση, σαφώς μεγαλύτερο από αυτό του «χύμα» σε μεγάλη συσκευασία. Αν και πολλά καταστήματα επιλέγουν προς το παρόν να μην τα χρεώνουν στον πελάτη (ίσως μήπως γιατί δεν τα διαθέτουν παρά μόνο αν η ζήτηση γίνει έντονη απαίτηση;) υπάρχει μια μερίδα που τα χρεώνει ως και 1€ την συσκευασία των 100ml. Κάτι με το οποίο οι ντόπιοι καταναλωτές ουδόλως είμαστε «εξοικειωμένοι».
Από την άλλη βέβαια, προστατεύουν το προϊόν (ελαιόλαδο στην περίπτωση μας, θυμίζω) από αλλοιώσεις στην γεύση και την υφή του, παρατείνουν τον κύκλο ζωής του μειώνοντας έτσι τα απορρίμματά του, διευκολύνουν τον καταναλωτή στις διατροφικές του συνήθειες (στην συσκευασία η τεχνολογία επιτρέπει πλέον να αποθηκεύσουμε πολλές χρήσιμες πληροφορίες, πέραν των θερμίδων) και προσφέρουν έναν …ευχάριστο πονοκέφαλο σε παραγωγούς και επιχειρηματίες καθώς το «λαδόξιδο» μπορεί να είναι πλέον επώνυμο, είτε με το όνομα και το brand του παραγωγού είτε με αυτό του εστιατορίου, άρα να παρακινεί την αγοραστική αλυσίδα σε αναζήτηση και επιλογή ποικιλίας, τιμής και αξίας. Στοιχεία που οι βιομηχανίες των τροφίμων και της συσκευασίας έχουν πλέον αρχίσει να αξιοποιούν.
Έχουν όμως και ένα μεγάλο «ντεζαβαντάζ»: είναι «πλαστικές συσκευασίες μίας χρήσης», ο «εχθρός» δηλαδή συλλήβδην όλων των περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Μη βιαστείτε να πείτε «να τα ανακυκλώνουμε!», το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Οι βασικοί τύποι ατομικής συσκευασίας (πλαστικά φακελάκια ή μπουκαλάκια λίγων γραμμαρίων) είναι μεν θεωρητικά ανακυκλώσιμοι (ως υλικό) αλλά τα συστήματα ανακύκλωσης που έχουμε σε εφαρμογή δεν εξασφαλίζουν την επιτυχία του εγχειρήματος: αφενός μιλάμε για αντικείμενα μικρού μεγέθους, μικρότερου αυτού που διαχειριζόμαστε στην ανακύκλωση σήμερα, αφετέρου κι αν ακόμα τα εστιατόρια προχωρήσουν σε διαλογή και συλλογή, το κόστος καθαρισμού από τα υπολείμματα τροφίμων είναι σημαντικά υψηλό, σε σημείο που να κάνει το όλο concept «πολυτελείας» (ή όπως αλλιώς θα το λέγαμε όταν θα βλέπαμε στο μενού του εστιατορίου μια συσκευασία 50ml ελαιολάδου να τιμάται πχ 4 ή 5 ευρώ).
Το θέμα είναι υπαρκτό και δεν αντιμετωπίζεται με απαγορεύσεις και αφορισμούς. Η συζήτηση που πρέπει να γίνει δεν μπορεί να ξεκινάει με την υποχρεωτική κατάργηση, ούτε το αντίστροφο, ο σωστός δρόμος είναι αυτός της βέλτιστης, βιώσιμης χρήσης και της βέλτιστης, βιώσιμης ανακύκλωσης, πάντα βέβαια με διαφάνεια ως προς το κόστος και το πως και από ποιόν θα καλύπτεται αυτό. Ας μην ξεχνάμε πως για να πετύχεις έναν στόχο, όποιο στόχο όπου στον κόσμο, πρέπει να κάνεις τους ανθρώπους συμμέτοχους και στην προσπάθεια και στο όφελος. Αιώνες τώρα…