Τη Δευτέρα 21 Μαρτίου, η διαΝΕΟσις πραγματοποίησε την πρώτη παρουσίαση του νέου της βιβλίου «10 Μεταρρυθμίσεις Που Άλλαξαν Την Ελλάδα». Η συζήτηση μεταδόθηκε ζωντανά, αποκλειστικά διαδικτυακά, από τον Πύργο Βιβλίων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Mπορείτε να την παρακολουθήσετε ολόκληρη εδώ.
Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο Διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρής Γεωργακόπουλος, συμμετείχαν οι: Κυριάκος Πιερρακάκης, Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Μαρία Ευθυμίου, Καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και δύο εκ των δέκα συγγραφέων του βιβλίου:Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, και Καλλιόπη Σπανού, Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Advisory Board της διαΝΕΟσις.
Την έναρξη της εκδήλωσης χαιρέτισε ο Διονύσης Νικολάου, Γενικός Διευθυντής της διαΝΕΟσις, αφού προηγουμένως είχε προβληθεί ένα βίντεο στο οποίο οι υπόλοιποι συγγραφείς ανάφεραν συνοπτικά σε κάθε μία από τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες αναλύουν στο βιβλίο. Ο κ. Νικολάου ανάφερε ότι το βιβλίο αποτελεί «μία σημαντική προσφορά της διαΝΕΟσις για να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους» και μια ευκαιρία «να θυμηθούμε δέκα σταθμούς που άλλαξαν τη ζωή του λαού μας σε όλους τους τομείς που επηρεάζουν την καθημερινότητά του, όπως η υγεία, η γλώσσα, η επιχειρηματικότητα, η πολιτική ζωή και η δημόσια διοίκηση». Κλείνοντας, ο κ. Νικολάου ευχήθηκε το βιβλίο να αποτελέσει «πηγή έμπνευσης για τον πολιτικό κόσμο, ευκαιρία για τις συντεχνίες και για την ευρύτερη κοινωνία να αποτελέσει ελπίδα ότι τελικά μπορεί να συνεχιστεί η πρόοδος της χώρας μας μέσα από τις μεταρρυθμίσεις».
Τον κύκλο των τοποθετήσεων άνοιξε o Υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης, ο οποίος από προηγούμενο στάδιο της καριέρας του, ως στέλεχος της διαΝΕΟσις, είχε παίξει ρόλο στη δημιουργία της ιδέας για το βιβλίο. Υπογράμμισε ότι «η γενική σύλληψη εδώ είναι πώς μπορεί κανείς να βλέπει μαθήματα ιστορίας, από το δικό του πεδίο και να αντλεί τα σωστά διδάγματα». Τόνισε τη σημαντική συνεισφορά του βιβλίου, επισημαίνοντας ότι αυτό καταρρίπτει κάποιους μύθους σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας, όπως το ότι η Ελλάδα είναι μια «μη-μεταρρυθμίσιμη χώρα» και ότι όταν οι μεταρρυθμίσεις τελικά συμβαίνουν, αυτές «έρχονται δια της επιβολής από εξωτερικό παράγοντα». Σε αντίθεση με αυτούς του μύθους, τα δέκα παραδείγματα του βιβλίου δείχνουν ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει «ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων». Ο Υπουργός χαρακτήρισε τις μεταρρυθμίσεις ως «ειρηνικές επαναστάσεις» και είπε ότι ο βασικός τρόπος για να πετύχουν είναι «να είναι πάντοτε καλά τοποθετημένες μέσα στο πλαίσιο των καιρών τους». Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα είναι μία βαθιά μεταρρυθμίσιμη χώρα, όταν υπάρχουν μία σειρά από συνθήκες, όπως η πολιτική βούληση, οι άνθρωποι στο πεδίο οι οποίοι μπορούν να υλοποιήσουν αυτές τις μεγάλες αλλαγές, οι οποίες θα πρέπει να είναι ένα κοινωνικό αίτημα».
Αντλώντας από την εμπειρία του στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ο Υπουργός αναφέρθηκε στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, τόσο το gov.gr όσο και γενικά τη ψηφιακή μεταρρύθμιση του Δημοσίου, ο οποίος παρόλο που «αποτελούσε κοινωνικό αίτημα», όπως είπε, «ήταν τοποθετημένος με διαφορετικό λεξιλόγιο» και αυτό που έκαναν τελικά στο Υπουργείο ήταν να «χρησιμοποιήσουμε τα ψηφιακά μέσα για να απαντήσουμε αυτό το κοινωνικό αίτημα». Επίσης, περιέγραψε ότι για την υλοποίηση του μεγάλου έργου του εθνικού συστήματος εμβολιασμού, συμβουλεύτηκαν παραδείγματα του παρελθόντος και άλλων χωρών, τα οποία προσάρμοσαν στις ελληνικές, σύγχρονες ανάγκες.
Κλείνοντας, ο κ. Πιερρακάκης τόνισε ότι το σημαντικότερο μήνυμα του βιβλίου είναι ότι «η Ελλάδα είναι μια μεταρρυθμίσιμη χώρα, και ότι από το “δεν γίνεται” μπορείς κάλλιστα να σβήνεις το “δεν”». Επίσης, υπογράμμισε ότι εκτός από το λαϊκό αίτημα και την τύχη, στις παραμέτρους για να πετύχει μια μεταρρύθμιση, χρειάζεται να «ερμηνεύουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κάθε συγκυρία».
Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ο οποίος έγραψε το κεφάλαιο για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των αγροτών, μια μεγάλη τομή που πραγματοποιήθηκε την δεκαετία του 1950. Η ίδρυση των αγροτικών ιατρείων, όπως επεσήμανε, «είναι από τις μικρές ενέργειες, οι οποίες όμως έχουν τεράστια αποτελέσματα στο κοινωνικό σώμα», καθώς σηματοδοτεί «την είσοδο της σύγχρονης ιατρικής στον κόσμο της υπαίθρου, και την υπαγωγή του συνόλου του πληθυσμού της υπαίθρου σε καθεστώς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, χωρίς αποκλεισμούς». Αναφερόμενους στους παράγοντες που κάνουν μία μεταρρύθμιση πετυχημένη, είπε ότι αυτή «πρέπει να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και να δημιουργεί μια δυναμική προς κάτι περισσότερο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, «το πλαίσιο», όπως είπε, «δεν είναι άλλο από την εποχή της οικονομικής ανάπτυξης στην οποία μπαίνει η Ελλάδα μετά το 1953, πάνω στην οποία βασίζονται όλες οι επιτυχίες της χώρας την περίοδο αυτή, όπως η αύξηση του βιοτικού επιπέδου».
Ο κ. Χατζηβασιλείου εντόπισε ότι τα κρίσιμα στοιχεία για την υλοποίηση της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης ήταν «ότι ο κρατικός προϋπολογισμός κάλυψε το κόστος και την ίδρυση των αγροτικών ιατρείων και τους διορισμούς γιατρών και νοσοκόμων, ενώ παράλληλα επικράτησε η επιστημονική ιατρική έναντι των λαϊκών παραδοσιακών πρακτικών». Επίσης, τόνισε ότι η επιλογή των προσώπων υπήρξε ιδεολογική «μπορεί να ήταν αγροτικής καταγωγής αλλά το σημαντικό ήταν ότι ζητούσαν τη χειραφέτηση του αγρότη, τον εκσυγχρονισμό της υπαίθρου». Τέλος, ο κ. Χατζηβασιλείου επεσήμανε ότι τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις δεν αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια στην υλοποίηση τους, αλλά κυρίως κάποιες αντιδράσεις στην πολιτική σκηνή λόγω των εκλογικών επιπτώσεων.
Η Καλλιόπη Σπανού συγγραφέας του κεφαλαίου για τη δημιουργία του ΑΣΕΠ, την πιο πρόσφατη από τις μεταρρυθμίσεις του βιβλίου, ανέλυσε την πολιτική ιστορία ενός από τους «πιο αναγνωρίσιμους θεσμούς». Ο συγκεκριμένος θεσμός «όντως αγκαλιάστηκε πάρα πολύ και υπό αυτή την έννοια συνάντησε κάποιο υπόγειο ρεύμα στην ελληνική κοινωνία, καθώς αφορά αιτήματα τα οποία δεν διατυπώνονται, είναι διάχυτα», όπως είπε, «και διατυπώνουν τη διάθεση της εποχής». Οι πτυχιούχοι που επιθυμούσαν αξιοκρατική είσοδο στην εργασία αυξάνονταν, ενώ παράλληλα το πρόβλημα των προσλήψεων στο δημόσιο, με την πελατειακή παράδοση, παρέμενε. Η κ. Σπανού υπογράμμισε ότι το άλυτο πρόβλημα της εισόδου στο δημόσιο είχε επιπτώσεις και στην ποιότητα του αποτελέσματος της εργασίας. Πριν την εφαρμογή του ΑΣΕΠ, όπως ανέφερε, είχαν γίνει προσπάθειες από το πολιτικό προσωπικό να βελτιωθεί η πρακτική αυτή, ωστόσο το πολιτικό κόστος στεκόταν εμπόδιο.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στις αλλαγές στον μηχανισμό και τους διαγωνισμούς, περιέγραψε την ανάδειξη της -απροσδόκητης- πρωτοβουλίας του ΑΣΕΠ «ως μια ανεξάρτητη αρχή που διενεργεί και εποπτεύει την επιλογή του προσωπικού, η οποία αποτέλεσε καινοτομία» και επεσήμανε ότι «δεν ήταν εύκολη αυτή η επιλογή και κανείς, ούτε οι ίδιοι οι εμπνευστές, δεν πίστευαν στην πράξη ότι θα λειτουργήσει». Οι παράμετροι που συνέβαλαν στην υλοποίηση της μεταρρύθμισης ήταν η συγκυρία, η κόπωση από τις προηγούμενες εμπειρίες, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο πρωτεργάτης της, ο οποίος ωστόσο δεν την «διεκδικούσε για τον εαυτό του» αν και «την υποστήριξε σθεναρά». Εντοπίζοντας τις αιτίες που παραμένει ο θεσμός του ΑΣΕΠ μέχρι και σήμερα, ανέφερε α) την εμπιστοσύνη που του έδειξε η κοινωνία, η οποία του έδωσε το χώρο να πείσει ότι ασχολείται σοβαρά με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, και β) την ύπαρξη πολιτικής συνέχειας και συναίνεσης, τα πρώτα κρίσιμα χρόνια.
Τέλος, η Μαρία Ευθυμίου στην τοποθέτησή της έδωσε τη μεγάλη εικόνα και μίλησε για τις μεγάλες πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα, τα τελευταία 200 χρόνια. Ξεκινώντας από την εποχή μετά την επανάσταση του 1821, τόνισε εντυπωσιασμένη το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία «ήταν εξαιρετικά πρόσφορη στις πιο απίστευτες αλλαγές, χωρίς σχεδόν αντίδραση» και ότι «υιοθέτησε θεσμούς δυτικού τύπου σαν να ήταν αυτονόητο». Επεσήμανε ωστόσο, ότι παρόλο που είχαν γρήγορη θεσμική αποδοχή, για να εφαρμοστούν οι μεγάλες διοικητικές και συνταγματικές αλλαγές χρειάστηκαν δεκαετίες. Η κ. Ευθυμίου υπογράμμισε το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις του βιβλίου «πέρασαν μακρά περίοδο επώασης και πολλών περίπλοκων μικροπολιτικών ιστοριών», στο οποίο ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι «για διάφορους λόγους η πολιτική παρέμβαση του μέσου Έλληνα είναι αρνητική, δηλαδή για να είμαστε αξιοπρεπείς πολίτες λέμε όχι σε όλα». Το ζήτημα, κατέληξε, είναι «ότι πολλές φορές αργούν να γίνουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, ενώ θα έλεγε κανείς ότι θα είχε μεσολαβήσει επαρκής χρόνος για την ωρίμανση» και έφερε ως παραδείγματα την μονιμότητα και το θέμα της αξιολόγησης των υπαλλήλων. Επίσης, ανέφερε το γεγονός ότι «μεταπολεμικά έχει δημιουργηθεί μία συνείδηση ότι μπορεί ο πολίτης να είναι πιο δραστήριος, πιο επιτελικός στην προώθηση ζητημάτων». Αποτελεί άλλωστε, «χαρακτηριστικό του ελληνικού λαού», όπως είπε, «να αρέσκεται στην πολιτική συζήτηση», ενώ σταδιακά με την ανάπτυξη της εγγραμματοσύνης δημιουργήθηκαν βάσεις για μια κοινωνία πιο συμμετοχική. Παράλληλα όμως, η κοινωνία «ήταν παγιδευμένη από το πολιτικό σκηνικό στο οποίο κυριαρχούσε η εμπάθεια, η εύκολη υπονόμευση ή στρεψοδικία και με μία δημοσιογραφία που είχε και εκείνη τα ίδια χαρακτηριστικά». Κλείνοντας, τόνισε ότι «η εκτίμησή μου είναι ότι τα τελευταία δέκα χρόνια, η μεταμόρφωσή μας ως πολιτικά όντα είναι ραγδαία και βάζω θετικό πρόσημο σε αυτό».
Ακολούθησε ένας δεύτερος κύκλος τοποθετήσεων από τους ομιλητές, οι οποίοι έδωσαν τη δική τους εκτίμηση για το ποιες μεταρρυθμίσεις είναι πιο ώριμες αυτή τη στιγμή. Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Χατζηβασιλείου μίλησε για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, τον τομέα των επενδύσεων και αλλαγές στη λειτουργία του κράτους ειδικά στον τομέα της υγείας. Η κ. Σπανού αναφέρθηκε, επίσης, στην ψηφιοποίηση των κρατικών υπηρεσιών, αλλά και στην ανάγκη για βαθύτερες μεταρρυθμίσεις. Τέλος, η κ. Ευθυμίου είπε ότι η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη να δεχθεί μέτρα που θα σταματήσουν τη δράση έκνομων, βίαιων παράνομων ομάδων.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ.
Το βιβλίο κυκλοφορεί σε πολυτελή σκληρόδετη έκδοση σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία, ενώ μπορείτε να το παραγγείλετε και από το e-shop της διαΝΕΟσις εδώ.