« Και πως πτώχευσες;» ρώτησε ο Bill. «Με δύο τρόπους”, απάντησε ο Μάικ. «Αργά στην αρχή και μετά ξαφνικά…» Ο παραπάνω διάλογος είναι από το μυθιστόρημα του 1926 «The Sun Also Rises» του Ernest Hemingway.
Με αργούς ρυθμούς από τότε και όλο και πιο έντονα στις μέρες μας τον χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για την αλλαγή, ειδικά την τεχνολογική, για το νέο που έρχεται να ανατρέψει το παλιό, να μας μας ξεβολέψει. Τι θέλει να μας πει αλληγορικά; Πως σε κάθε μεγάλη αλλαγή τα προειδοποιητικά της σημάδια είναι πάντα εκεί από την αρχή, πολύ πριν αυτή καταστεί αναγκαία ή αναπόφευκτη δηλαδή. Και πως, σε μια περίοδο ετών ή ακόμα και δεκαετιών, ένα μικρό ρυάκι από προειδοποιητικά σημάδια μετατρέπεται σε σταθερό ρεύμα και τελικά σε μεγάλη πλημμύρα.
Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, θυμήθηκα και χρησιμοποίησα τον διάλογο αυτό πολλές φορές, κυρίως σε ομιλίες μου για την τεχνολογική πρόοδο και την καλώς νοούμενη «αναταραχή» που αυτή φέρνει σε αγορές και επιχειρήσεις. Τελευταία από αυτές ήταν λίγο πριν το κλείσιμο του 2019, εκείνο το Σάββατο στο τέλος του Νοέμβρη που επισκέφθηκε το εκθεσιακό κέντρο της Hellexpo στο Μαρούσι για το 8ο Pack & Label Days. Μόνος μεταξύ λίγων…
Κυριολεκτώ: μόνος μεταξύ λίγων. Κι αν έλειπαν και κάποιοι από τους εκθέτες (σε κάποια περίπτερα οι φιλότιμοι εκθέτες ήταν περισσότεροι από τους επισκέπτες τους!) τότε θα έλεγα «μεταξύ λιγότερων». Κάτι όμως που δεν θα με ενοχλούσε περισσότερο από το πολύ που με ενόχλησε τώρα. Γιατί με ενόχλησε πολύ που η αγορά της ετικέτας και της συσκευασίας δεν εκμεταλλεύτηκε μια ακόμα ευκαιρία να ακούσει, να συζητήσει, να μάθει, να διδάξει.
«Δεν πειράζει, η επόμενη φορά θα είναι καλύτερη» μου είπε ένας παλιός φίλος εκείνο το απόγευμα. Είχε δει την εκδήλωση αυτή ως ευκαιρία να βρεθεί στην Ελλάδα μετά από καιρό για να υποστηρίξει αφενός τους εδώ συνεργάτες του αλλά και για να δει ιδίοις όμμασιν την εικόνα της αγοράς σε μια χώρα που πλέον προχωράει πέρα από την οικονομική κρίση και την οικονομική επιτροπεία, που αλλάζει και προσπαθεί να ξαναβρεί την παλιά της αίγλη, να ξαναπάρει τη θέση που είχε στην παγκόσμια αγορά. Μιλούσε θετικά και αισιόδοξα, πάντα όμως έτσι έκανε ακόμα και στις χειρότερες ώρες των εταιρειών που δούλεψε (και συνεργαστήκαμε). Ως «παλιός» μπορούσα εύκολα να διακρίνω στο πρόσωπο του τον προβληματισμό, την απορία, την απογοήτευση (ίσως).
Την Κυριακή το απόγευμα βρεθήκαμε για φαγητό, κατά τα ειοθώτα της πολύχρονης γνωριμίας μας. Αφού μιλήσαμε για την …ταμπακιέρα μας (προσωπικά, οικογένεια, δουλειά), περάσαμε στο θέμα: η ελληνική αγορά, η εικόνα της μέσα από τις δηλώσεις των πολιτικών και η (πάντα σκληρή) πραγματικότητα. Αυτή που είδε και είδα και είδαμε όλοι μας για μια ακόμα φορά εκείνο το Σαββατοκύριακο στο εκθεσιακό κέντρο της Hellexpo στην Αθήνα.
Δεν θέλω να σας κουράσω με διαλόγους, πάω κατευθείαν στην ουσία, στο συμπέρασμα της κουβέντας με τον φίλο: η εικόνα μας είναι μιας αγοράς που αργά αλλά σταθερά προχωράει προς το τέλος! Για να είμαι περισσότερο ειλικρινής μαζί σας μάλιστα, μιας αγοράς που δεν δείχνει να επιθυμεί κάτι άλλο από αυτό το τέλος, ως την απόλυτη ευκαιρία ξεκούρασης, χαλάρωσης, βολής. Κι ας υπάρχουν στη χώρα μας, και στον κλάδο αυτό, εταιρείες που ξεχωρίζουν διεθνώς και επαγγελματίες με τεχνογνωσία και εμπειρία αξιοζήλευτη τόσο σε εγχώριο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι αυτοί, προφανώς, η μύγα μέσα στο γάλα!
Κατά τα λοιπά, η αγορά μας (στο σύνολο της) δείχνει να στερείται οράματος για το μέλλον και, το χειρότερο, δεν δείχνει να το έχει συνειδητοποιήσει και να το αναζητά, ή έστω να προσπαθεί να δημιουργήσει και να αναδείξει εκείνους που θα το ορίσουν και θα το εμπνεύσουν. Μας λείπει επίσης, κατά τα φαινόμενα, η προσαρμοστικότητα, μια βασική δεξιότητα για το μέλλον καθώς για να επιβιώσει μια επιχείρηση θα πρέπει να μπορεί να αποδείξει την ικανότητά της να προσαρμόσει την πορεία, το προϊόν, τις υπηρεσίες και τη στρατηγική της ως απάντηση σε απρόβλεπτες αλλαγές στην αγορά. Κάτι που επακόλουθα σημαίνει πως θα πρέπει η επιχείρηση (και οι άνθρωποι της) να είναι σε θέση να μαθαίνουν νέα πράγματα, να αξιοποιούν νέες τεχνολογίες, να κατανοούν και να αναπτύσσουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα και ούτω καθεξής.
Μια αγορά, οι άνθρωποι της δηλαδή, χωρίς την βαθιά, αυθεντική και διαρκή επιθυμία για καινοτομία είναι μια αγορά που οδεύει προς το τέλος. Αναπόφευκτα. Ουδείς σέβεται την παράδοση, το χθες, ως κάτι περισσότερο από «μια καλή ανάμνηση». Ως παράγοντα προόδου σεβόμαστε μόνο την καινοτομία και το πάθος για μάθηση. Κάτι που βέβαια σημαίνει πως, για να προχωρήσουμε προς τα εμπρός πρέπει να αποφασίσουμε να αφήσουμε πίσω πράγματα που έχουμε μάθει καλά, πολλές φορές πράγματα που ακόμα λειτουργούν όμως πλέον δεν είναι τόσο αποδοτικά όπως παλιά.
«Και πως αλλάζουμε;»
«Αργά στην αρχή και μετά ξαφνικά…»
«Κι όποιος δεν ακολουθήσει;»
«…»
Καλή χρονιά και πάντα με επιτυχίες! Και στο επόμενο Pack & Label Days περισσότεροι. Τα σημάδια είναι ήδη εδώ… την εξειδικεύσουμε σε στόχους και μέτρα συγκεκριμένα, ρεαλιστικά και με χρονική δέσμευση, θα επηρεάσει σημαντικά τόσο την εικόνα όσο και το προϊόν, τελικά, πολλών κλάδων της βιομηχανίας! Γιατί δεν είναι μόνο τα τρόφιμα και ποτά που θα επηρεαστούν, είναι κυρίως αυτά…
Έχω εκ φύσεως απέχθεια στις απαγορεύσεις, όπως όλοι οι άνθρωποι, κι αν τις δέχομαι κάπου είναι γιατί κατανοώ πως είτε είναι αναγκαία συνθήκη για την ομαλή κοινωνική συμβίωση είτε είναι το αναγκαίο εμπόδιο εκείνο που προκαλεί την επόμενη καινοτομία, την επόμενη αλλαγή, προς το καλύτερο (είμαι, βλέπετε, και πάντα αισιόδοξος). Έτσι, και στην ιστορία αυτή, με τα πλαστικά μίας χρήσης, μπήκα στη διαδικασία να προβληματιστώ θετικά για την επόμενη μέρα της βιομηχανίας, για όλα αυτά τα σημαντικά για την καθημερινότητα του (υγεία, ευελιξία, χρηστικότητα κλπ) που ο άνθρωπος έχει κατοχυρώσει τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από την τεχνολογική πρόοδο.
Συμφωνήσαμε π.χ. στο να απειλείται η υγεία μας που δεν θα μπορούμε να πάρουμε την μεσημεριανή μας σαλάτα σε πλαστικό κεσεδάκι που ίσως μετά πετάξουμε στον μπλε κάδο για να ανακυκλωθεί; Όχι, σίγουρα όχι, απλώς πλέον θα την παίρνουμε σε κάποια άλλη συσκευασία ή, ίσως, θα υποχρεωθούμε να καθίσουμε και να συζητήσουμε σοβαρά όχι μόνο το πως φτιάχνουμε τις συσκευασίες μας αλλά και το πως τις διαχειριζόμαστε μετά την χρήση τους, το πως και που τις απορρίπτουμε, και το πως στη συνέχεια τις συλλέγει η βιομηχανία και τις επαναχρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη.
Γιατί, στην εποχή της ανακύκλωσης και της τεχνολογίας, «συσκευασία μίας χρήσης» είναι μόνον αυτή που δεν ανακυκλώνεται, για την ακρίβεια που δεν είναι τεχνικά δυνατόν να ανακυκλωθεί! Κάτι που βέβαια δεν ισχύει σήμερα για την συντριπτική πλειοψηφία συσκευασιών που χρησιμοποιούμε: όλες τους είναι από υλικά που παρέχουν τη δυνατότητα και δεύτερης και αρκετών περισσότερων «ζωών», αρκεί να επιστρέψουν ως πρώτη ύλη στην βιομηχανία που τις δημιούργησε. (H Βιομηχανία Πλαστικών στην Ελλάδα π.χ. το ζητάει, εις μάτην όμως, λόγω πολλαπλών αγκυλώσεων παλαιόθεν και για τα καλά «εγκατεστημένων» στα μυαλά και τις συνειδήσεις μας ως κοινωνίας…)
Οπότε, το θέμα της «μίας χρήσης» μήπως τελικά δεν έγκειται στην πρώτη ύλη ή την συσκευασία καθ’ αυτή, όσο στην διαχείριση τους από τους ανθρώπους και την γενικότερη νοοτροπία «μίας χρήσης» η οποία μας χαρακτηρίζει, με το επιχείρημα της «ευκολίας», του «κόστους» κλπ; Αν είναι έτσι (που είναι!) μήπως τελικά η κοινωνία, όλοι εμείς, πρέπει να εκπαιδευτούμε (και να ξαναμάθουμε) να επιστρέφουμε τις συσκευασίες μας όταν ολοκληρώσουν την αρχική τους χρήση, να καταλαβαίνουμε έστω και σε γενικές γραμμές την παραγωγική αλυσίδα μιας συσκευασίας (και, γιατί όχι, κάθε παραγωγική αλυσίδα εν γένει) στο σύνολο της, να αναζητούμε τη «σχέση κόστους προς όφελος» αλλά και να αντικαταστήσουμε σε σπουδαιότητα στο σετ κριτηρίων μας την «ευκολία» με αυτή;
Μήπως πρέπει, τέλος, να μάθουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά, να αποκτήσουμε την δημιουργική νοοτροπία που θα κάνει την κάθε απαγόρευση κίνητρο καινοτομίας; Το στοίχημα της προόδου, το «καλύτερο αύριο», δεν έγκειται πλέον στο πως θα απαγορεύσεις κάτι αλλά στο πως μέσα από την απαγόρευση θα προκύψουν νέες, παραγωγικές ιδέες, για νέα υλικά πχ που δεν θα επιβαρύνουν το περιβάλλον με την απόρριψη τους, για νέες τεχνικές και είδη συσκευασίας που θα βελτιώνουν άρδην την συντήρηση, διανομή και χρήση των προϊόντων, για εφαρμόσιμες τεχνικές και διαδικασίες ανακύκλωσης που θα εξασφαλίζουν πως κάθε συσκευασία θα έχει τουλάχιστον μια δεύτερη ζωή, και βέβαια και οι εταιρείες (startups ή όχι) που θα τις υλοποιήσουν και θα δημιουργήσουν μια νέα οικονομία πάνω στις «στάχτες» της παλιάς.
Η βιομηχανία της συσκευασίας, όπως την ξέρουμε, έχει πλέον ολοένα και περισσότερα σημαντικά ρυθμιστικά βάρη, οι πελάτες της ξοδεύουν αρκετό χρόνο για τη διαχείριση του κόστους και η εμπειρία τους σύντομα θα πάψει να είναι όχι μόνο θετική αλλά έστω απλώς ουδέτερη. Τρεις χαρακτηριστικές ενδείξεις πως πλησιάζει η ώρα της ραγδαίας αλλαγής…