Πέρασα το καλοκαίρι μου μελετώντας στοιχεία για ένα σημαντικό, νέο έργο σχετικό με την ανακύκλωση συσκευασιών τροφίμων. Τι έμαθα; Οι εταιρείες, ανεξαρτήτως κλάδου, επενδύουν και ερευνούν νέους τρόπους να ενσωματώσουν περιβαλλοντική βιωσιμότητα στα προϊόντα ή τα επιχειρηματικά τους μοντέλα. Την ίδια ώρα, ο πολύς κόσμος αρέσκεται να ζει με μύθους εύπεπτους, αποδίδοντας στους μυθοπλάστες αξία και κοινωνική αποδοχή υπέρ του δέοντος.
Μύθος #1: «H Οικολογία ‘πάει πακέτο’ με την (νεαρή) ηλικία!» Εντάξει, μπορεί να κάνει ωραία ομοιοκαταληξία αυτό (κάτι που σαφώς βοηθάει να στηθεί το επόμενο «ουάου» σποτάκι, που θα παίξει και στα κανάλια και θα γίνει viral στα social media) και μπορεί οι κάτω των 35 να είναι αυτοί που κάνουν τις περισσότερες αναζητήσεις online σχετικά με την ανακύκλωση και τη βιωσιμότητα, όμως τελικά είναι οι άνω των 50 ετών αυτοί που καταγράφονται ως οι πιο ευαίσθητοι περιβαλλοντικά καταναλωτές και, περισσότερο από άλλες ηλικίες, ψάχνουν φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα και συσκευασίες για να ξοδέψουν τα, όλο και πιο δύσκολα κερδισμένα στις μέρες μας, χρήματα τους.
Μύθος #2: «Η τιμή έχει σημασία, τα άλλα μετά!» Είναι σαφής ο δισταγμός πολλών εταιρειών όταν η συζήτηση για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα ενός νέου προϊόντος (πχ μια εύκολα ανακυκλώσιμη συσκευασία) φτάνει στο θέμα της πιθανής αύξησης, έστω και μικρής, της τιμής του. Κι όμως ένας στους δύο καταναλωτές θα πλήρωνε λίγο ακριβότερα κάποιο ποτό ή προϊόν ατομικής φροντίδας του οποίου η συσκευασία θα ήταν ευκολότερα και καλύτερα ανακυκλώσιμη! Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από πρόσφατη έρευνα του Boston Consulting Group και της Exal Corp, του μεγαλύτερου παγκοσμίως παραγωγού δοχείων αλουμινίου για εφαρμογές από σπρέι έως ποτά. Σημαντικό επίσης το ότι η πρόθεση αυτή δεν έχει ενιαία δημογραφικά ή εισοδηματικά χαρακτηριστικά, πλούσιοι και φτωχοί, ηλικιωμένοι και νέοι, αστοί και αγρότες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες!
Μύθος #3: «Σημασία τελικά έχει το προϊόν, όχι η συσκευασία…» Αν και θα μπορούσαμε να πούμε πολλά προτιμώ να θυμίσω απλώς μια ιστορία. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ναπολέων Βοναπάρτης προκήρυξε διαγωνισμό, με ένα ασύλληπτο για την εποχή έπαθλο, για εφευρέσεις που θα συνέβαλαν στην συντήρηση τροφίμων για μεγάλο διάστημα, διευκολύνοντας έτσι τη σίτιση των στρατιωτών του. Νικητής o Γάλλος ζαχαροπλάστης και μάγειρας Nicolas Appert: κατάφερε να συντηρήσει τις τροφές σε γυάλινα βάζα τα οποία σφράγιζε με φελλό, έκλεινε με σύρμα, τοποθετούσε σε υφασμάτινες σακούλες και βουτούσε σε βραστό νερό για να αποστειρώσει. Η μέθοδος παρουσίασε πρακτικές αδυναμίες (τα γυάλινα βάζα έσπαγαν στις υψηλές θερμοκρασίες βρασμού ενώ η μεταφορά τους στα στρατόπεδα ήταν δύσκολη), ήταν όμως μια πρώτη εκδοχή της σημερινής «κονσερβοποίησης».
Λίγο αργότερα, στην Αγγλία του 1810, ο έμπορος Peter Durant κατασκευάζει την πρώτη μεταλλική κονσέρβα για τρόφιμα. Η εφεύρεση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό που όμως κράτησε λίγο: για το κλείσιμο της ο Durant είχε χρησιμοποιήσει μόλυβδο, στέλνοντας εκατοντάδες ανθρώπους στο νοσοκομείο! Ο Durand πάντως κατάφερε και πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας «για τη μέθοδο συντήρησης τροφών με τη χρήση δοχείων από γυαλί, κασσίτερο ή άλλα κατάλληλα μέταλλα» το οποίο μετά από ενάμιση χρόνο πούλησε. Οι αγοραστές Bryan Donkin και John Hall άνοιξαν μια μικρή βιοτεχνία κονσερβοποιίας και σύντομα έγιναν επίσημοι προμηθευτές του βρετανικού στρατού. Μπορεί το λανσάρισμα στο ευρύ κοινό να μην ήταν το ίδιο πετυχημένο, λόγω υψηλής τιμής μονάδας και δύσκολης χρήσης, η αρχή όμως είχε γίνει.
Τρεις αριθμοί για το τέλος: η κονσερβοποιία θεωρείται σήμερα ανάμεσα στις 20 κορυφαίες καινοτομίες τροφίμων και ποτών όλων των εποχών, ακριβώς πίσω από την ψύξη και την παστερίωση-αποστείρωση. Ετησίως παράγονται σχεδόν 131 δισεκατομμύρια μεταλλικά δοχεία από τα οποία τα 26 δισεκατομμύρια περίπου χρησιμοποιούνται για συντήρηση τροφίμων. Σε αυτά, προσθέστε τις πολλαπλάσιες συσκευασίες τροφίμων από χαρτί, χαρτόνι, γυαλί και πλαστικό. «Σημασία τελικά έχει το προϊόν, όχι η συσκευασία…» Χμ!..